- ολεσιθηρ
- ὀλεσίθηρὀλεσί-θηρ-ηρος (ῐ) adj. убивающий зверей, зверобойный
(ὠλένη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὠλένη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] … Dictionary of Greek
ὀλεσίθηρος — ὀλεσίθηρ beast slaying masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)